Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επούρωσις — ἐπούρωσις, ἡ (Α) [επουρώ] ώθηση προς τα εμπρός … Dictionary of Greek
ἐπούρωσιν — ἐπούρωσις a speeding onward fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)